(ε)ξωτάρης

(ε)ξωτάρης
(ε)ξωτάρης
ο
πληθ. -ηδες
1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, αγρότης, ξωμάχος.
2. κάτοικος χωρίου, χωριάτης.
ξωτάρης
ο
θηλ. -ισσα ο, ξένος που μένει προσωρινά σ' έναν τόπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξωτάρης — ο, θηλ. ξωτάρα και ξωτάρισσα 1. εξωτάρης, ξωμάχος 2. ξένος που μένει προσωρινά σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξωτάρης, με σίγηοη τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • εξωτάρης — και ξωτάρης, ο 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, ξωμάχος 2. κάτοικος χωριού, χωριάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”